στυφελιγμός

στυφελιγμός
στῠφελ-ιγμός, ,
A ill-usage, abuse, Ar.Eq.537 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στυφελιγμός — και στυφελισμός, ὁ, Α [στυφελίζω] υβριστική και προσβλητική διαγωγή, ταπεινωτική συμπεριφορά, κακομεταχείριση …   Dictionary of Greek

  • στυφελιγμούς — στυφελιγμός ill usage masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυφελισμός — ὁ, Α (δ. γρφ.) βλ. στυφελιγμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”